Πρωινό Δευτέρας. Ώρα 6:30. Ο Ηλίας άνοιξε τα μάτια του απορώντας σχετικά με την προέλευση του ενοχλητικού θορύβου. Φυσικά. Το ξυπνητήρι δούλευε, ως συνήθως, καλά. Συμμαχία του Διαβόλου στα σίγουρα.
Σηκώθηκε με δυσκολία απ’ το κρεβάτι και, σε μία εκπληκτική επίδειξη χάρης και ευκινησίας, κατόρθωσε να σκοντάψει πάνω στο σκύλο, να αδειάσει τη νυχτερινή του κούπα με τον καφέ πάνω στα καινούρια του παπούτσια και να βουτήξει με το κεφάλι μέσα από τις πλαστικές λουρίδες της πόρτας στην κουζίνα, απ’ όπου και άρχισε να παρατηρεί τα πέριξ.
Όλα φαίνονταν απολύτως συνηθισμένα. Η καφετιέρα γουργούριζε, αφήνοντας να ξεχυθεί από μέσα της ένα μεθυστικό άρωμα, σίγουρα έργο της Λουίζας πριν φύγει για τη δουλειά. Προσπαθώντας να συνέλθει απ΄την τόσο άκαιρη χαμηλή πτήση πρωινιάτικα, έβαλε καφέ, παρηγόρησε τον (βλέπε παραπάνω) πατικωμένο σκύλο και ετοιμάστηκε να φύγει φορώντας τις παντόφλες του. Το αντιλήφθηκε περίπου εγκαίρως, μόλις τρία τετράγωνα μακριά απ΄το σπίτι, και αποφάσισε επιτόπου πως ήταν τρομερό λάθος να ξυπνήσει, αυτό ειδικά το πρωινό
Ξαναβγαίνοντας στο δρόμο, επιτέλους παπουτσωμένος, εντόπισε στην απέναντι γωνία έναν κουρελή ζητιάνο που κάτι ρουφούσε άπληστα από μία ύποπτη μποτίλια. Τον πλησίασε βιαστικά, μιας και είχε ήδη αργήσει τρομερά στην δουλειά, μη θέλοντας όμως να παραλείψει την συνηθισμένη μικρή βοήθεια που πάντα προσέφερε στους άστεγους.
Τούτος εδώ όμως αποδειχθεί αχάριστος και, μόλις τσέπωσε το νόμισμα του Ηλία, έβγαλε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα. Ένα Πιτμπούλ,, μαύρο σαν τον Διάολο, ξεπρόβαλε από την γωνία κι έστρωσε στο κυνήγι τον συμπαθή ήρωά μας. Όταν το, τις υπόλοιπες ώρες, επίσης συμπαθέστατο γιγαντόσωμο σκυλάκι έκρινε πως είχε ολοκληρώσει επιτέλους το καθήκον του και σταμάτησε το κυνηγητό, ο Ηλίας συνειδητοποίησε τρομοκρατημένος πως το πρωινό του περπάτημα για τη δουλειά έπρεπε να διαγραφεί από τον κατάλογο των άμεσων σχεδίων του. Καθώς η ώρα είχε περάσει σε απελπιστικό βαθμό, έψαξε να βρει ένα ταξί, και τελικά κατόρθωσε να φτάσει στο γραφείο του, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως του έλειπαν ακριβώς δύο Ευρώ για να πληρώσει τον ταξίτζη. Ήταν ακριβώς το ποσό που είχε δώσει στον άτιμο εκείνο ζητιάνο... Ο ταρίφας δεν έμοιαζε καθόλου πρόθυμος να δεχτεί εξηγήσεις αλλά – ω του θαύματος- δέχτηκε ως αντάλλαγμα το καινούριο πακέτο τσιγάρων του Ηλία.
Άφραγκος, λαχανιασμένος και χωρίς τσιγάρα πλέον, ο δυστυχής Ηλίας ανέβηκε στον τρίτο όροφο της εταιρίας, όπου βρισκόταν το γραφείο του.
Εκεί τον περίμενε, φυσικά, το μεγάλο αφεντικό, το οποίο δεν αποτελούσε διόλου ευχάριστο θέαμα με τους καπνούς που εξέρχονταν, δήθεν ανέμελοι, από τα αυτιά του.
-ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΚΟΛΛΙΑ; ΝΑ ΥΠΟΘΕΣΩ ΟΤΙ ΞΕΧΑΣΕΣ ΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΗΤΑΝ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑΣ ΜΑΚΕΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΟΧΟΥΣ, ΤΗΝ
ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΟΥ Ή ΑΠΛΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΣ ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΛΕΙΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ; ΝΑ ΣΕ ΒΓΑΛΩ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠ΄ΤΟΝ ΚΟΠΟ! ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ!
Ο Ηλίας πάνιασε. Τόση δυστυχία μαζεμένη πήγαινε πολύ! Το αφεντικό δεν του έδωσε το χρόνο να απαντήσει. Έφυγε κοπανώντας πίσω του την πόρτα. Αμίλητος ο Ηλίας άφησε το γραφείο του όπως ήταν, και βγήκε στο δρόμο, αποφασισμένος να επιστρέψει την επόμενη για τα πράγματά του. Κατέφυγε σ’ ένα διπλανό παρκάκι. Ήταν η ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος και δεκάδες εργαζόμενοι έπιναν το καφεδάκι τους απολαμβάνοντας τη λιακάδα. Περίκοπος, σωριάστηκε σε ένα παγκάκι όπου έγινε στόχος του βλέμματος – φωτιάς διερχόμενης κορασίδος. Εικοσάρα, ψηλή, μελαχρινή, με ιδανικές αναλογίες. Όλοι οι άντρες στο παρκάκι την είχαν ήδη «τσεκάρει». Ο μόνος που έμοιαζε εντελώς αδιάφορος για την παρουσία της ήταν ο Ηλίας, που σκεφτόταν με τι τρόπο άραγε θα εξηγούσε στη Λουίζα ότι απολύθηκε. Ο εγωισμός της νεαράς δέχτηκε ένα ανεπίτρεπτο πλήγμα. Πως μπορούσε αυτός ο αναμαλλιασμένος κακομοίρης να αδιαφορεί στη θέα του σούπερ μίνι της;
Αποφάσισε να αναλάβει δράση. Με έξι σέξι βήματα που προκάλεσαν αναστεναγμούς στα περίχωρα, τον πλησίασε. Ούτε που την πρόσεξε. Θιγμένη, έβαλε σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα. Προσποιούμενη πως σκόνταψε, προσγειώθηκε περίπου στην αγκαλιά του, με κίνηση που την ακρίβεια των υπολογισμών της θα την ζήλευε σίγουρα αυτός ο τυχάρπαστος ο Αϊνστάιν. Ο Ηλίας την έπιασε τρομαγμένος για να μην πέσει (σκέφτηκε) η αθώα (νόμιζε) κοπελίτσα.
Και τότε συνέβη το κακό. Η Λουίζα, που έκανε επίσης το μεσημεριανό της break, κατέφθασε στο γνωστό παρκάκι, προγραμματίζοντας έκπληξη στον καλό της. Και να τος, ο άτιμος, αγκαλιά με νεαρή ύπαρξη, αγνώστων λοιπών στοιχείων. ΜΠΑΜ, ηκούσθη εις τον αέρα, οι ουρανοί ερίγησαν και η οργή της Λουίζας ξέσπασε στο κεφάλι του καημένου του Ηλία που δεν πρόλαβε καν να αρθρώσει : μα εγώ...
- ΠΟΙΟΣ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΡΕ ΚΑΘΑΡΜΑ ΝΑ ΜΕ ΡΕΖΙΛΕΥΕΙΣ ΚΑΤ΄ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ; ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΑ ΟΤΙ ΣΕ ΗΞΕΡΑ, ΑΛΗΤΗ! ΑΛΛΑ ΟΧΙ, ΕΙΣΑΙ ΣΑΝ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ, ΜΑΛΑΚΑ, ΔΕ ΜΠΟΡΕΙς ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΤΙΣ ΟΡΜΕΣ ΣΟΥ ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ. ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ!
Γλώσσα ροδάνι η Λουίζα, δεν μπορείτε να πείτε! Μ’ αυτά τα λόγια έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε. Η πέτρα του σκανδάλου (βλέπε νεαρά κορασίδα), καταταραγμένη με την εξέλιξη των πραγμάτων, εξαφανίστηκε κι αυτή το ταχύτερο δυνατόν, και ο Ηλίας έμεινε μόνος ν΄αναρωτιέται αν τα δέκα πατώματα της πολυκατοικίας του, θα του εξασφάλιζαν σίγουρο θάνατο σε περίπτωση πτώσης απ’ την ταράτσα ή αν η ατυχία θα τον ακολουθούσε κι εκεί, στέλνοντάς τον, για τα επόμενα σαράντα χρόνια ζωής που χοντρικά του έμεναν, σε αναπηρική καρέκλα.
Σηκώθηκε παραπατώντας, μετά το τελευταίο χτύπημα της κακότροπης μοίρας του, και τράβηξε για το σπίτι. Φτάνοντας εκεί διαπίστωσε πως μες τον πρωινό πανικό, είχε αφήσει τα κλειδιά του από τη μέσα πλευρά της πόρτας. Ένα δαιμονικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Μάλιστα. Ώστε έτσι λοιπόν. Έβγαλε το τηλέφωνό του και κάλεσε κλειδαρά. Δεν είχε καν ένα τσιγάρο να κάνει ενώ τον περίμενε. Μετά από σαρανταπέντε λεπτά ο τεχνίτης έφτασε, επιτέλους, άνοιξε με χαρακτηριστική άνεση την καταραμένη πόρτα, και, αφού τσέπωσε τα πενήντα ευρώ που ο Ηλίας προόριζε για τα κοινόχρηστα, έφυγε σφυρίζοντας. Κλείνοντας την πόρτα, ο ήρωας της ιστορίας μας, ξαφνιάστηκε απ΄τη νεκρική σιγή που επικρατούσε στο διαμέρισμα. Πρώτη φορά που ο Τζακ δεν τον υποδεχόταν με χαρούμενα γαβγίσματα καλωσορίσματος.
Αυτή ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Η βραχνή, ερωτικότατη γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, τον πληροφόρησε ότι είχαν απαγάγει το σκύλο του και πως ήταν εξαιρετικά πρόθυμοι να τον επιστρέψουν στην τιμή – έκπληξη – ευκαιρία των δέκα χιλιάδων Ευρώ.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, ο Ηλίας κάθισε στον καναπέ, με ιδιαίτερη προσοχή, σαν να ήταν φτιαγμένος από πολύτιμο κρύσταλλο – κάτι που φυσικά απείχε μακράν απ΄την πραγματικότητα. Έμεινε ακίνητος και άφωνος γύρω στα πέντε λεπτά και μετά ξέσπασε. Άρχισε να χοροπηδά ουρλιάζοντας ακατάληπτά γύρω από τον καναπέ, μην παραλείποντας φυσικά να χτυπήσει άσχημα το γόνατό του στο τραπεζάκι. Τότε το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
-ΚΥΡΙΕ ΚΟΛΛΙΑ ΕΑΝ ΔΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΑΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΟ ΣΑΜΑΤΑ ΘΑ ΣΑΣ ΑΝΑΓΚΑΣΩ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΕΤΕ ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ. ΜΠΟΡΕΙ ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΚΕΦΙ ΚΑΙ ΟΡΕΞΗ ΓΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΛΛΑ ΕΔΩ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ!
Κλικ. Η γραμμή βουβάθηκε. Ο Ηλίας, γαλήνιος πλέον, έβαλε πλώρη για το μπάνιο. Κάθισε ήρεμα στην άκρη της μπανιέρας και άρχισε να παρατηρεί με βαθιά συγκέντρωση τα ξυραφάκια του, μερικά μπουκαλάκια με ασπιρίνες, το κουτί με τη χλωρίνη και διάφορα άλλα αναλόγου ενδιαφέροντος.
To κουδούνι της πόρτας διέκοψε τους συνειρμούς του επίδοξου αυτόχειρα. Όποιος κι αν ήθελε να του βάλει τις φωνές τούτη τη φορά, έμοιαζε σίγουρος πως ο Ηλίας ήταν σπίτι. Παραιτημένος σηκώθηκε να ανοίξει. Στο άνοιγμα της πόρτας στεκόταν ο Μπόγκαρντ. Εντάξει ίσως όχι, πάντως η μίμηση ήταν εξαιρετικά πετυχημένη.
- Πρέπει να μιλήσουμε, δήλωσε χωρίς να περιμένει απάντηση και, παραμερίζοντας τον άφωνο Ηλία, πέρασε μέσα. Στρώθηκε στον καναπέ κρατώντας ένα χαμηλό ποτήρι, που έμοιαζε να περιέχει ουίσκι – ο Ηλίας ήταν απόλυτα σίγουρος πως μήτε το ακριβό ποτήρι, μήτε το ποτό προέρχονταν από το διαμέρισμά του, αλλά οι υπόλοιπες εξηγήσεις της αδιαμφισβήτητης ύπαρξής του, τον ανησύχησαν και αποφάσισε να τις αφήσει ήσυχες.
- Ονομάζομαι Εμπεδοκλής, συνέχισε ο άγνωστος.
- Και λοιπόν; Ξέφυγε του Ηλία που είχε απαυδήσει πλέον.
Ο Εμπεδοκλής συνοφρυώθηκε και τα φρύδια του πήραν ένα ανησυχητικό πορτοκαλί χρώμα.
- Αφήστε με να μιλήσω αγαπητέ μου. Άκουσον μεν, πάταξον δε,
Ο Ηλίας οπισθοχώρησε και κοίταξε με λαχτάρα την εξώπορτα.
- Είμαι μάγος, δήλωσε ο άγνωστος με τη σιγουριά εφοριακού που περιμένει να κάνεις τη λάθος κίνηση.
- Ο λόγος που όλα σήμερα σου πηγαίνουν τόσο στραβά είναι πως σε καταράστηκα. Πριν ρωτήσεις, να διευκρινίσω πως έγινε ένα τοσοδούλι λάθος στους υπολογισμούς. Μία απλή συνωνυμία. Δεν είσαι εσύ ο Ηλίας Κόλλιας για τον οποίο προορίζονταν αρχικά η κατάρα. Μπορώ να σε βεβαιώσω ότι πρόκειται περί αισχρού υποκειμένου – εξ’ ου και η κατάρα. Για να επανορθώσω λοιπόν για το κακό που σου έκανα, η αυριανή μέρα θα σε αποζημιώσει. Απόψε θα πέσεις κατευθείαν για ύπνο σαν καλό παιδί, χωρίς ναζάκια και αυτοκτονικές σκέψεις. Το πρωί δε θα θυμάσαι τίποτα για την ύπαρξή μου, αλλά σου υπόσχομαι πως θα είναι η καλύτερη μέρα της ζωής σου.
Το μυαλό του Ηλία έκανε μία ανάποδη τούμπα και αποφάσισε να αναζητήσει αλλού διαμονή.
- Γιατί είσαι ντυμένος έτσι; Ρώτησε τελικά. Ακολούθως ρώτησε σιωπηλά τον εαυτό του
Τι είδους ηλίθια ερώτηση ήταν αυτή που βγήκε από το στόμα του. Επίσης αναρωτήθηκε αν είχε προσβάλλει αυτόν τον τρελάκια που παραληρούσε τα τελευταία πέντε λεπτά, πάνω στον καναπέ του και κατά πόσο αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνο.
Ο Εμπεδοκλής φάνηκε να στενοχωριέται.
- Το επάγγελμα του μάγου δεν αποφέρει πολλά στις μέρες μας δυστυχώς. Τις ελεύθερες ώρες μου κάνω παρακολουθήσεις κυρίως για λογαριασμό μεσήλικων γυναικών που ασχολούνται με οικιακά... ψέλλισε διστακτικά.
Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον Ηλία. Σηκώθηκε με όση αποφασιστικότητα του είχε απομείνει και συνόδεψε τον Εμπεδοκλή στην πόρτα. Εκείνος δε διαμαρτυρήθηκε. Μάλιστα φεύγοντας, του έδωσε μία επαγγελματική κάρτα.
«Εμπεδοκλής.. Μαγγανείες για κάθε τσέπη» έγραφε, και από κάτω με μικρά γράμματα «Παρακολουθήσεις απίστων»
- Στη διάθεσή σου μικρέ, είπε σε μάγκικο στιλ ο Εμπεδοκλής – Μπόγκαρντ, και μπήκε στο ασανσέρ.
Ο Ηλίας έκλεισε βιαστικά την πόρτα και περπάτησε εξαντλημένος μέχρι το κρεβάτι του, πετώντας την κάρτα του Εμπεδοκλή στη διαδρομή.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε γύρω στο μεσημέρι. Κάθε τι σχετικό με τον Εμπεδοκλή είχε επιτυχώς διαγραφεί από την μνήμη του. Σηκώθηκε κακόκεφα και άρχισε να σκέφτεται τον απαχθέντα σκύλο του και το τι θα του συνέβαινε εάν δεν έβρισκε στα γρήγορα το υπέρογκο ποσό που του ζητούσαν (περίπτωση που, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν αδύνατη).
Το τηλέφωνο διέκοψε για μία στιγμή τους μαύρους συλλογισμούς του. Ήταν – πέρα από κάθε λογική ελπίδα- η Λουίζα.
Χαμόγελο νικητή σχηματίστηκε στα χείλη του Ηλία, καθώς άκουγε τα λόγια της κοπέλας. Η χθεσινή νεαρά απεδείχθη καλόκαρδη εν τέλη και όταν ξανασυνάντησε τη Λουίζα στο καταραμένο παρκάκι της αποκάλυψε τη μηδενική συμμετοχή του Ηλία στον ύποπτης φύσεως εναγκαλισμό. Η Λουίζα,μετανιωμένη για το ομολογουμένως τρομακτικό ξέσπασμά της, αποφάσισε να επανορθώσει. Σε όλα του υπερβολικό αυτό το κορίτσι, επισκέφτηκε ένα γραφείο ταξιδίων και έκλεισε ένα διόλου ευκαταφρόνητο πακέτο για δύο άτομα, για τις ημέρες των διακοπών. Στις Άλπεις αδερφές μου! Στις Άλπεις! Όταν δε πληροφορήθηκε το θλιβερό συμβάν με την απαγωγή του λατρεμένου Τζακ ζήτησε απ τον Ηλία να συναντηθούν επιτόπου για να εξετάσουν μαζί το ζήτημα. Κλείνοντας το τηλέφωνο εκείνος ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε.
Οποία έκπληξης! Ξεμυτίζοντας στο δρόμο ένας μαλλιαρός τρομοκράτης όρμηξε πάνω του και άρχισε να τον γλύφει ξετρελαμένος. ΤΖΑΚ! Ο Ηλίας αφιέρωσε πέντε λεπτά στο να χάσκει σαν υπερευτυχισμένος χάνος. Ο μυστήριος τρόπος που το αγαπημένο ζώο ξέφυγε απ τους απαγωγείς του και επέστρεψε σώο στο σπίτι δεν τον απασχόλησε δευτερόλεπτο. Περιχαρής, με τον Τζακ παρέα, κατευθύνθηκε προς το σημείο του ραντεβού του με τη Λουίζα.
Μιας κι έφτασε νωρίτερα απ την καθορισμένη ώρα, διάλεξε ένα ευάερο κι ευήλιο τραπεζάκι απ όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί τα παιχνίδια του Τζακ, κι έκατσε να απολαύσει τη λιακάδα. Η μακαριότητά του διήρκεσε ελάχιστα, καθώς το μάτι του πήρε το αφεντικό του να κάθεται παραπλεύρως μόνος του,με εξαιρετικά σκυθρωπό ύφος. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και ο άλλος του έγνεψε να πάει στο τραπέζι του. Ο Ηλίας πλησίασε διστακτικά. Και πήγαινε τόσο ανέλπιστα καλά αυτή η μέρα να πάρει!
-Κόλλια, πίστεψέ με, είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελα να δω σήμερα. Οφείλω παρ’όλα αυτά να σε ενημερώσω για τις τρέχουσες εξελίξεις στην εταιρεία Όλο το πρωί προσπαθούμε να σε πετύχουμε, αλλά το τηλέφωνό σου είτε θα είναι κατειλημμένο, είτε δε θα απαντά κανείς. Σε ζήτησαν απ τα κεντρικά. Φαίνεται πως με αντικαθιστούν και, για κάποιον ακατανόητο λόγο παίρνεις τη θέση μου. Επικοινώνησε μαζί τους το συντομότερο. Το μόνο που ελπίζω είναι να καταλάβουν κάποτε το λάθος τους, είπε με κακία το πρώην διευθυντικό στέλεχος. Ο Ηλίας επέστρεψε στο τραπέζι του χωρίς να πει λέξη, αντιστεκόμενος με μεγάλη δυσκολία στον πειρασμό να τον αγκαλιάσει σφιχτά. «Αυτό θα ήταν πραγματικά δύσκολο να το εξηγήσω στη Λουίζα», σκέφτηκε εύθυμα και κάθισε περίπου ήρεμα να την περιμένει.
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε εξίσου ειδυλλιακά για τον συμπαθέστατο ήρωά μας, που περιήλθε σύντομα σε μια μόνιμη κατάσταση άφατης ευτυχίας και αποχαύνωσης. Το βραδάκι αποφάσισαν να μείνουν στο σπίτι με τη Λουίζα,η οποία μάλιστα υποσχέθηκε να του ετοιμάσει ένα σπέσιαλ δείπνο, για να γιορτάσουν την προαγωγή του. Συγκινημένος ο Ηλίας προσφέρθηκε να συμβάλλει με το αγαπημένο της κρασί.
Πηγαίνοντας προς τη γειτονική κάβα, πρόσεξε έναν άντρα με εξαιρετικά βλοσυρό ύφος, να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Του Ηλία του φάνηκε πως, πίσω από τον άγνωστο, ακολουθούσε ένα δυσοίωνο συννεφάκι μαύρου καπνού. Δεν ήταν βέβαια σε θέση να το μαντέψει, αλλά επρόκειτο για το συνονόματό του, τον οποίο είχε εντοπίσει εν τέλει η κατάρα του απρόσεκτου μάγου. Ο Ηλίας αποφάσισε πως η φαντασία του κάλπαζε, άσε που στο ευτυχισμένο σύμπαν στο οποίο είχε ανυψωθεί δεν υπήρχε σε καμία περίπτωση χώρος για μαύρα συννεφάκια οποιουδήποτε είδους. Ετοιμαζόταν να παραμερίσει για να περάσει ο ξένος, που δε φαινόταν να τον έχει καν προσέξει. Αυτήν όμως ακριβώς τη στιγμή, εκείνος γλίστρησε στο πεζοδρόμιο και, αφού πραγματοποίησε μια μεγαλειώδη τούμπα, τσούλησε ως τα πόδια του Ηλία. Ευγενικός όπως πάντα ο Ηλίας, έσπευσε να τον βοηθήσει να σηκωθεί και πάλι στα πόδια του και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Ο άγνωστος γρύλισε κάτι ακατάληπτο και συνέχισε το δρόμο του, ακόμα πιο βλοσυρός. Ο Ηλίας δεν πειράχτηκε απ την ανήκουστη αγένεια του τύπου και, κουνώντας καλόκαρδα το κεφάλι, προχώρησε προς την κάβα. Δεν κοίταξε πίσω ούτε μια φορά. Αν το έκανε, θα παρατηρούσε το μαύρο σύννεφο που ακολουθούσε αρχικά τον άγνωστο να στέκει τώρα κάπως αναποφάσιστο ανάμεσα στους δύο συνονόματους, που είχαν πάρει αντίθετες κατευθύνσεις. Ύστερα, σαν να πήρε μια απόφαση για την οποία δεν ήταν και τόσο σίγουρο, σύρθηκε αθόρυβα προς τη μεριά της κάβας...